φτιαχτός

φτιαχτός
yapay, yapma, yapmacık

Ελληνικό – Τουρκικό Λεξικό. 2010.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • φτιαχτός — ή, ό βλ. φτιαστός …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • καμωτός — ή, ό [κάνω] 1. εργασμένος, φτιαχτός, καμωμένος 2. αυτός που δεν υπάρχει εκ φύσεως, χειροποίητος …   Dictionary of Greek

  • πλαστός — ή, ό / πλαστός, ή, όν, ΝΜΑ [πλάσσω] 1. αυτός που έχει πλαστεί, κατασκευαστεί από εύπλαστη ύλη, ιδίως από πηλό ή κερί 2. αυτός που πλάστηκε ως απομίμηση τού γνησίου, ψευδής, ψεύτικος, κίβδηλος (α. «πλαστό έγγραφο» β. «οὐ πλαστὴν τὴν φιλίαν… …   Dictionary of Greek

  • φτιαστός — φτιαστός, ή, ό και φτιαχτός, ή, ό και φκιαχτός, ή, ό επίρρ. ά, ο τεχνητός, ο μη φυσικός, ο φτιαγμένος, ο πλαστός, ο νοθεμένος: Η ευγενική του συμπεριφορά είναι φτιαχτή …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”